μεριδαρχικά

μεριδαρχικά
μεριδαρχικά, τὰ (Α) [μεριδάρχης]
φόρος που καταβαλλόταν από τον μεριδάρχη για το αξίωμά του ή ίσως από τους πολίτες για τη συντήρηση τού μεριδάρχη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”